- ψάλας
- ψά̱λᾱς , ψάλλωpluckaor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοιροψάλης — και δωρ. τ. χοιροψάλας, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγγίζει το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + ψάλης / ψάλᾱς (< ψάλλω «αγγίζω, τραβώ, μαδώ»)] … Dictionary of Greek